- δνοφερόν
- δνοφερόςdarkmasc acc sgδνοφερόςdarkneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δνοφερός — δνοφερός, ά, όν (Α) [δνόφος] 1. ζοφερός, σκοτεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δνοφερόν σκοτάδι, μαυρίλα … Dictionary of Greek